- περιπαθής
- -ές, ΝΜΑ1. γεμάτος πάθος, αυτός τού οποίου τα λόγια ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή λόγια» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῑ», Λουκιαν.γ. «ὅρκος περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.)αρχ.1. άπληστος, λαίμαργος («περιπαθὴς ὢν τοῑς ὄψοις», Φανίας)2. αυτός που διεγείρει έντονα συναισθήματα («περιπαθέστατος λόγος», Δίων Κάσσ.).επίρρ...περιπαθώς / περιπαθῶς ΝΜΑμε πάθος, με τρόπο που φανερώνει έντονη συναισθηματική φόρτιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -παθής (< πάθος), πρβλ. συμ-παθής].
Dictionary of Greek. 2013.